ὀξυνεῖ

ὀξυνεῖ
ὀξύνω
Acut. (Sp.)
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
ὀξύνω
Acut. (Sp.)
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀξύνει — ὀξύ̱νει , ὀξύνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg (epic) ὀξύ̱νει , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg ὀξύ̱νει , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυντικός — ή, ό [οξύνω] 1. ο ικανός να οξύνει, να κάνει κάτι αιχμηρό 2. αυτός που μετατρέπει κάτι σε οξύ 3. αυτός που εκκρίνει οξύ 4. μτφ. α) αυτός που δημιουργεί οξύτητα, που επιτείνει την κρισιμότητα των καταστάσεων β) αυτός που οξύνει το μυαλό. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • острити — ОСТР|ИТИ (19), Ю, ИТЬ гл. 1.Точить, острить: и сѣдѧщю ему ѹзрѣ Василко Торчина острѧ ножь. ЛЛ 1377, 88 (1097); точью сего с҃нъ видѣвъ. паче обыча˫а ножь острѧща. и ѹзы готовающа. (ἀκονῶντα) ПНЧ к. XIV, 122б; желѣзо бо желѣзо острит. (ὀξύνει) ГБ к …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • οξυδερκικός — ὀξυδερκικός και ὀξυδορκικός, ή, όν (ΑΜ) [οξυδερκής] αυτός που οξύνει την όραση, που παρέχει οξυδέρκεια («ὀξυδερκικὰ κολλύρια») …   Dictionary of Greek

  • οξυντήρ — ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ) (για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα τήρ (πρβλ. ξυραν τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • οξυωπής — ὀξυωπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.) 2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα με… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Μαζάτσιο — (Masaccio, Σαν Τζοβάνι Βαλντάρνο, Αρέτσο 1401 – Ρώμη 1428). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι σερ Τζοβάνι Γκουίντι ή Κασάι (Tommaso di ser Giovanni Guidi ή Cassai). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την απλή, φτωχική και… …   Dictionary of Greek

  • ξανθίνες — Ονομασία φαρμάκων που παράγονται από την ξ., όπως είναι η θεοφυλλίνη, η θεοβρωμίνη και η καφεΐνη. Τα φάρμακα αυτά επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, στις λείες μυϊκές ίνες, στους χοληφόρους σωλήνες και στους βρόγχους. Επίσης έχουν διουρητική… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”